- συρματόμετρο
- τοόργανο για τη μέτρηση του πάχους των συρμάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συρματόμετρο — το, Ν τεχνολ. όργανο χρήσιμο για τη μέτρηση τού πάχους τών συρμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, ατος + μέτρο] … Dictionary of Greek